- ευδινής
- εὐδινής, -ές (Α)ο ευδίνητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -δινής (< δίνη), πρβλ. περι-δινής, ταχυ-δινής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐδινῆς — εὐδινής masc/fem acc pl (attic epic doric) εὐδινής masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδινῶν — εὐδινής masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίνη — η (AM δίνη) 1. περιστροφική κίνηση νερού ή ανέμου, στρόβιλος, ρούφουλας 2. βάσανα, κακοπάθεια, αναστάτωση («η δίνη τού πολέμου») νεοελλ. 1. η ανατάραξη τής θάλασσας που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων ή στη λειτουργία έλικα πλοίου, το… … Dictionary of Greek